- σφετέραι
- σφετέρᾱͅ , σφέτεροςtheir ownfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφέτεραι — σφέτερος their own fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
σφέτερ' — σφέτερα , σφέτερος their own neut nom/voc/acc pl σφέτερε , σφέτερος their own masc voc sg σφέτεραι , σφέτερος their own fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)